- πολυστρεφής
- -ές, Α1. αυτός που έχει πολλές στροφές, πολλές καμπές («πολυστρεφής ποταμός», επιγρ.)2. πολύ συνεστραμμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -στρεφής (< *στρέφος < στρέφω), πρβλ. αμφι-στρεφής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυστρεφέεσσι — πολυστρεφής winding masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστρεφέος — πολυστρεφής winding masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)